Τους Episode Six οι οπαδοί κυρίως των Purple προφανώς και θα τους έχουν κάπως, κάπου ακούσει να αναφέρονται ως το συγκρότημα από το οποίο ξεπήδησε το μοναδικό ταλέντο του Ian Gillan και φυσικά έπαιζε μπάσο και ο Roger Glover. Μετά τη φυγή των δύο βασικών μελών τους, τα εναπομείναντα μέλη προχώρησαν στη δημιουργία του power trio των Quatermass βασισμένο στον ήχο κυρίως των πλήκτρων και κυρίως του Hammond (ένα ακόμα στοιχείο που οδηγεί σε Purple συνειρμούς) και στο σοβαρότατο rhythm section. Είναι η εποχή που ξεκινάνε οι Emerson Lake And Palmer και τα πλήκτρα του Keith Emerson ήδη από την εποχή των Nice, αλλά και οι εμπνεύσεις και ερωτοτροπίες του Jon Lord στο Hammond έχουν αρχίσει να επιβάλλονται ως ένα βασικό συστατικό στο προοδευτικό κύμα που ξεσπάει στην Βρετανία και όχι μόνο.
Έτσι λοιπόν, σαν μια πιο βαριά εκδοχή των Emerson Lake And Palmer, οι Quatermass κυκλοφορούν το ένα και μοναδικό τους κλασικό άλμπουμ, ως τρίο και χωρίς την συνδρομή κιθαρίστα, ενώ η μουσική τους αποτελείται από διάφορες επιρροές, περασμένες από ένα πολύπλοκο φίλτρο. Οι προοδευτικές τους ορέξεις εύκολα καταλήγουν σε ημι-αυτοσχεδιασμούς και αν και λιγότερο μελωδικοί από τους Purple, αλλά και λιγότερο σκοτεινοί από τους Emerson Lake And Palmer καταφέρνουν και ισορροπούν τις συνθέσεις τους πάνω στις γνωστές heavy prog πατέντες και δίνουν τον χώρο και το χρόνο στα πλήκτρα να πρωταγωνιστήσουν καθ΄ όλη τη διάρκεια του "Quatermass". Παρόλα αυτά, η αυθεντικότητα και το ρεύμα της εποχής, οδήγησαν το συγκρότημα στη δημιουργία ενός άλμπουμ με μεστές συνθέσεις, τεχνική αρτιότητα και μεγάλες διάρκειες όπου απαιτείται για να ξεδιπλώσουν και τα μέλη τις εμπνεύσεις τους και τις πολλαπλές ιδέες πάνω στα περιπετειώδη τους περάσματα.
Με το ορχηστρικό "Entropia" που ανοίγει το άλμπουμ, το "Black Sheep Of The Family" αποτελεί την πιο γνωστή σύνθεση, η οποία συνεχίζει και την σύνδεση με την Purple προϊστορία, καθώς διασκευάστηκε με επιτυχία και από τους Rainbow του Blackmore στο ντεμπούτο άλμπουμ τους. Πιασάρικο, με τα φωνητικά του μπασίστα John Gustafson να πατούν στην Gillan-ική χροιά είναι ένα από τα πιο άμεσα τραγούδια του "Quatermass". Αδιαμφισβήτητα βέβαια ένα από τα highlight του δίσκου αποτελεί το "Postwar Saturday Echo" με τα πλήκτρα πλέον να αναλαμβάνουν να συνοδέψουν και να οδηγήσουν την σύνθεση μέσα σε μια bluesy ατμόσφαιρα και στα σχεδόν δέκα λεπτά που διαρκεί είναι ένα απτό παράδειγμα της τάσης για παραπομπές στις εμπνεύσεις του Emerson στους Nice.
Το φουτουριστικό artwork του "Quatermass" είναι φιλοτεχνημένο από τον Storm Thorgerson και όπως συνήθως με τις αναγνωρίσιμες δουλειές του, έτσι και σε αυτή την περίπτωση η αποτύπωση συνδυάζεται με την μουσική κατεύθυνση του άλμπουμ και προσθέτει πόντους στην καλλιτεχνική εκπροσώπηση. Έτσι και αλλιώς το συμφωνικό prog των 70s βρίθει καλλιτεχνικής πρωτοτυπίας και πειραματισμού για εξερεύνηση μουσικών διόδων. Παρόλα αυτά, το άλμπουμ δεν κατάφερε να προκαλέσει την απαραίτητη εμπορική επιτυχία και οι Quatermass παράτησαν τα σχέδιά τους και οι τρεις μουσικοί συνέχισαν σε άλλους δρόμους. Ο drummer Mick Underwood στο προσωπικό συγκρότημα του Gillan, ενώ ο τραγουδιστής και μπασίστας John Gustafson στους Roxy Music και ο πληκτράς Peter Robinson στους Brand X, στους οποίους συμμετείχε ανά καιρούς και ο Phil Collins.
Αργότερα, μετά από καμιά εικοσιπενταριά χρόνια η νέα σύνθεση των Quatermass που επαναδραστηριοποιήθηκε, περιείχε στο μπάσο τον Nick Simper, ο οποίος επίσης συμμετείχε στην MK I των Deep Purple και τον Don Airey, πληκτρά που θα γινόταν μέλος αργότερα των Deep Purple διατηρώντας έτσι την άμεση σχεδόν σύνδεση με το συγκρότημα από την αρχή τους σχεδόν. Η συγκεκριμένη σύνθεση κυκλοφόρησε το "Quatermass II: The Long Road", το οποίο πέρασε απαρατήρητο και δεν είχε και καμία σχέση με το ομώνυμο ντεμπούτο και έτσι το πείραμα εγκαταλείφθηκε. Το "Quartermass" αποτελεί ένα από τα πειραματικά άλμπουμ της εποχή που το heavy prog έψαχνε ταυτότητα και επί της ουσίας προσφέρει ένα εξαιρετικό δείγμα στους λάτρεις του Hammond ήχου και γενικά του πρωταγωνιστικού ρόλου των πλήκτρων.
ΠΗΓΗ www.rocking.gr